- θανατηφόρος
- -α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)νεοελλ.αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατομσν.αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)αρχ.φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.επίρρ...θανατηφόρως και -ον (Α)με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος* για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.